- πολύωμα
- το, Νφρ. «ιός πολύωμα»(μικρβλ.) ιός DNΑ τής ομάδας τών παποβαϊών, που εμφανίζει νεοπλαστική εξαλλακτική δράση στα κύτταρα τρωκτικών τα οποία μολύνονται πειραματικά και που απομονώθηκε στον άνθρωπο από ανοσοστερημένα άτομα, ιός που είναι εξαιρετικά αντιγονικός και ικανός να συσσωρεύεται στα ερυθροκύτταρα και να επηρεάζει τη σύνθεση τού DNΑ.
Dictionary of Greek. 2013.